-
1 предохранительный
предохран||ительныйприл προστατευτικός, προφυλακτικός:\предохранительныйи́тельный клапан ἡ ἀσφαλιστική βαλβίδα, ἡ ἀσφαλιστική δικλίς· \предохранительныйи́тельная прививка ὁ προφυλακτικός ἐμβολιασμός. -
2 предохранительный
επ.ασφαλιστικός προφυλακτικός• προστατευτικός•предохранительный клапан ασφαλιστική δικλίδα•
-ые прививки προληπτικός εμβολιασμός•
-ые меры προφυλακτικά μέτρα.
-
3 клапан
1. тех. η βαλβίδα, το επιστόμιοатмосферный (тепл.) - ατμοσφαιρική -быстродействующий - γρήγορης/άμεσης λειτουργίαςбыстрозакрывающийся - γρήγορου/άμεσου κλεισίματοςбыстрооткрыва-ющийся - γρήγορου/άμεσου ανοίγματοςвыхлопной - καυσαερίων/εξάτμισης- д.в.с выхлопной - εξαγωγής καυσαερίων της μηχανής εσωτερικής καύσεως (ΜΕΚ)- αέροςзабортный мор. - θαλάσσηςмногоходовой - πολλών ροών/διαδρόμωνнагнетательный - κατάθλιψης, καταθλιπτική -отливной - εξαγωγής/εκροήςперепускной - см. перегрузочныйпитательный - παροχής/τροφοδοτησηςрегулировочный - ελέγχου/χειρισμούредукционный - μείωσης της πίεσης, ο μειωτήραςсекущий - απομόνωσης, - слива топлива ав. - εκροής καυσίμωνстопорный - διακοπής/ασφάλισης, тарельчатый - δισκοειδής -тормозной - φρένου/πέδης2. муз. τοκλειδί (μουσικού οργάνου) 3. анат. η βαλβίδαдвустворчатый - см. митральный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клапан